λοφιοφόρος

λοφιοφόρος
-ο
1. αυτός που φέρει λοφίο στο πηλήκιο
2. (για πτηνά) αυτός που έχει λοφίο στο κεφάλι του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ποδίκεψ — (podiceps). Γένος υδρόβιων πτηνών με μέγεθος μέτριο ή μικρό (από 25 50 εκ.). Ανήκουν στην οικογένεια των ποδοκιπιτιδών. Έχουν χρώμα σκούρο αλλά την εποχή της αναπαραγωγής εμφανίζουν νυμφική «στολή». Οι π., που τρέφονται με ψάρια, κολυμπούν στο… …   Dictionary of Greek

  • πυγόπους — (κόλυμβος ο λοφιοφόρος – colymbus cristatus). Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των κολυμβομόρφων, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος και πιο τυπικός εκπρόσωπος. Το πουλί αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 53 εκ., έχει ογκώδη κορμό… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίδα — (falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα… …   Dictionary of Greek

  • αγριόρνιθα — (agriornis).Γένος στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των τυρρανιδών. Ζουν αποκλειστικά σε χώρες του Νέου Κόσμου και ιδιαίτερα σε περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Τo μήκος του σώματός τους φτάνει τα 20 35 εκ. Έχουν ράμφος μακρύ,… …   Dictionary of Greek

  • αιγίθαλος — Ονομασία πολλών μικρών στρουθιομόρφων πουλιών του γένους πόρος ή α. Οι α. είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα: τρυποκάρυδα, παπαδίτσες, μελισσουργοί, καλόγεροι κ.ά. Ζουν πάνω στα δέντρα, όπου συνήθως χτίζουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες των κορμών ή …   Dictionary of Greek

  • αμβλύρρυγχος — (amblyrhynchus). Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ιγουανιδών. Ζουν στις βραχώδεις παραλίες της Καλιφόρνιας και των νησιών Γκαλαπάγκος, στον Ειρηνικό. Το μήκος του σώματός τους φτάνει το 1,50 μ., ενώ το βάρος τους …   Dictionary of Greek

  • ανολίς — (anolis). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ιγουανιδών. Η α. ζει στα νησιά της Καραϊβικής και στην ηπειρωτική Αμερική και φτάνει σε μήκος περίπου τα 25 εκ. Έχει σώμα μακρουλό και αρκετά μεγάλη ουρά. Τα χρώματά της είναι έντονα. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • βάζα — (baza). Γένος ιερακόμορφων πουλιών της οικογένειας των ιερακιδών. Ζουν σε διάφορες περιοχές της Αφρικής (Τανζανία, Μαδαγασκάρη) και της Ασίας (Ινδία, Ινδονησία, Σρι Λάνκα). Το μέγεθός τους είναι όσο περίπου και ενός περιστεριού. Έχουν γαμψό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”